- προστάττειν
- προστάσσωplacepres inf act (attic epic)προστάσσωplacepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτακτήρ — ἐπιτακτήρ, ὁ (Α) [επιτάσσω] αυτός που δίνει εντολές («τοῑς μὴ θέλουσιν ἑαυτοῑς προστάττειν ἐκπονεῑν τἀγαθά ἄλλους αὐτοῑς ἐπιτακτῆρας δίδωσι [ό θεός]», Ξεν.) … Dictionary of Greek
νεύμα — το (ΑΜ νεῡμα) σημείο που δίνεται με κίνηση τού κεφαλιού, τών οφθαλμών ή τών χεριών, νόημα, γνέψιμο («καὶ ὁ χριστὸς ἔλεξε δαήμονι νεύματα πέμπων», Νόνν.) νεοελλ. (στη μουσική σημειογραφία) σημείο που τοποθετούσαν πάνω από τις συλλαβές οι οποίες… … Dictionary of Greek